- ἀγορανομικά
- ἀγορανομικόςofneut nom/voc/acc plἀγορανομικά̱ , ἀγορανομικόςoffem nom/voc/acc dualἀγορανομικά̱ , ἀγορανομικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγορανομικά αδικήματα — Πράξεις ή παραλείψεις που αφορούν τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις σχετικές διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα. Οι διατάξεις αυτές αφορούν τη ρύθμιση και τον έλεγχο των τιμών των αγαθών, τα ποσοστά κέρδους … Dictionary of Greek
ἀγορανομικάς — ἀγορανομικά̱ς , ἀγορανομικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… … Dictionary of Greek
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
εμπέλωρος — ἐμπέλωρος, ο (Α) δημόσιος λειτουργός τής αρχαίας Σπάρτης με αγορανομικά καθήκοντα … Dictionary of Greek
χημείο — το, Ν 1. εργαστήριο χημείας 2. (παλ. τ.) πανεπιστημιακό ίδρυμα όπου διδάσκεται η χημεία 3. φρ. «Γενικό Χημείο τού Κράτους» δημόσια υπηρεσία στα εργαστήρια τής οποίας εξετάζονται τα αγορανομικά δείγματα και ελέγχονται προϊόντα τού εμπορίου, καθώς… … Dictionary of Greek